ἐπι-κλείω [2]

ἐπι-κλείω [2]

ἐπι-κλείω (s. κλείω), noch dazu rühmen; μᾶλλον ἐπικλείουσι Od. 1, 351; rühmend erzählen, dabei oder davon sagen, sp. D., νῆα μὲν οὖν οἱ πρόσϑεν ἐπικλείουσ' ἀοιδοὶ Ἄργον καμέειν Ap. Rh. 1, 18; darnach benennen, 2, 1156; τόν ῥ' ἄνδρες ἐπικλείουσι βοώτην Arat. 92; – anrufen, ἐπικλείοντες ἑώϊον Ἀπόλλωνα An. Rh. 2, 700, wie Κυϑέρειαν ἐπικλείοντες ἀμύνειν 3, 353.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επικλείω — (I) ἐπικλείω και αττ. τ. ἐπικλῄω (AM) [κλείω] κλείνω με πώμα, σφραγίζω, βουλλώνω αρχ. μσν. (για πόρτα) κλείνω ερμητικά, σφαλώ αρχ. 1. παθ. ἐπικλείομαι συμπτύσσομαι 2. καλύπτομαι από κάτι. (II) ἐπικλείω (Α) 1. επαινώ, εκθειάζω 2. διηγούμαι κάτι με …   Dictionary of Greek

  • ἐπικατακλείειν — ἐπί , κατά κλέω tell of pres inf act (attic epic) ἐπί , κατά κλείω 2 celebrate pres inf act (attic epic) ἐπί κατακλείω shut in pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισυγκλείεται — ἐπί , σύν κλέω tell of pres ind mp 3rd sg ἐπί , σύν κλείω 2 celebrate pres ind mp 3rd sg ἐπί συγκλείω shut pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Clítor — Κλείτωρ Clítor Ciudad de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos Idioma g …   Wikipedia Español

  • ιπποκλείδης — (6ος αι. π.Χ.). Πλούσιος και ωραίος Αθηναίος νέος, που καταγόταν από τους Κυψελίδες της Κορίνθου. Ήταν γιος του Τείσανδρου και ταξίδεψε μαζί με τον Μεγακλή στη Σικυώνα, όταν ο τύραννος της πόλης, Κλεισθένης, διακήρυξε σε όλη την Ελλάδα πως θα… …   Dictionary of Greek

  • κλείθρο — το (Α κλεῑθρον, ιων. τ. κλήϊθρον, δωρ. τ. κλᾷθρον, αττ. τ. κλῇθρον) ο μοχλός με τον οποίο κλείνεται η πόρτα, η αμπάρα, ο σύρτης (α. κλῇθρα γὰρ πυλῶν τάδε διοίγεται», Σοφ. β. «τὰ δὲ πρόπυλα τῆς εἰς Πλούτωνος ὁδοῦ σιδηροῑς κλείθροις και κλεισὶν… …   Dictionary of Greek

  • κλοιός — Μεταλλικό στεφάνι, κυκλικός δεσμός (κυρίως γύρω από τον λαιμό ή τα χέρια)· ειδικό στεφάνι, σιδερένιο ή ξύλινο, που το χρησιμοποιούσαν ως όργανο βασανιστηρίων ήδη από την αρχαιότητα. Η απλούστερη μορφή του ήταν μια επίπεδη σανίδα με τρεις τρύπες,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”