- ἐπικουρίζω
ἐπικουρίζω, dem Epikur folgen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπικουρίζω, dem Epikur folgen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επικουρίζω — (Α ἐπικουρίζω) [επίκουρος] νεοελλ. έχω φιλήδονες διαθέσεις και τάσεις αρχ. ακολουθώ τις φιλοσοφικές αρχές τού Επικούρου, μιμούμαι τον Επίκουρο … Dictionary of Greek