ἐπι-κουρία

ἐπι-κουρία

ἐπι-κουρία, , Hülfe, Beistand, neben ἀρωγή Aesch. Pers. 717; τίν' ἐπικουρίαν λάβω; Eur. Or. 266; Her. 6, 108; bes. im Kriege, Hülfstruppen, Söldner, 5, 63. 80, wie Aesch. Suppl. 702; auch im plur., Thuc. 7, 59; ἐπικουρίαν ποιεῖσϑαι, = ἐπικουρεῖν, 1, 33; ἐκπέμψαι Xen. Hell. 6, 1, 17; ἔχειν Plat. Gorg. 492 c; ἀλλήλοις ἔχειν Lys. 215 a; ἐπικουρίαν ταῖς χρείαις ἐξευπορεῖν Tim. 70 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Κλήμης — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο απόστολος. Ήταν επίσκοπος Σάρδεων. Από τον Απόστολο Παύλο αναφέρεται στην Προς Φιλιππησίους δ’ 3 επιστολή, ως ο πρώτος εθνικός που έγινε χριστιανός. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Σεπτεμβρίου. 2.… …   Dictionary of Greek

  • σύγκλητος — Νομοθετικό και διοικητικό σώμα διάφορων πολιτειών και κυρίως η ρωμαϊκή γερουσία (senatus). Στην αρχαία Αθήνα Σ. λεγόταν, η έκτακτη σύνοδος της εκκλησίας του δήμου (σύγκλητος εκκλησία). Σ. λέγεται σήμερα το ανώτατο διοικητικό σώμα από καθηγητές… …   Dictionary of Greek

  • Γκίλμπερτ, νησιά — Νησιωτικό σύμπλεγμα (264 τ. χλμ., 94.149 κάτ. το 2001) του δυτικού Ειρηνικού ωκεανού. Τα 16 νησιά της ομάδας ανήκουν στη Δημοκρατία του Κιριμπάτι, η οποία ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη το 1979. Το βόρειο τμήμα του συμπλέγματος καταλαμβάνουν τα νησιά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”