- ἐπι-κορύσσομαι
ἐπι-κορύσσομαι, sich wogegen rüsten, τινί, Luc. Alex. 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κορύσσομαι, sich wogegen rüsten, τινί, Luc. Alex. 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επικορύσσομαι — ἐπικορύσσομαι (Α) οπλίζομαι εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κορύσσομαι «οπλίζομαι»] … Dictionary of Greek