ἐπι-κηρύσσω

ἐπι-κηρύσσω

ἐπι-κηρύσσω, 1) durch den Herold ausrufen, öffentlich bekannt machen lassen, bes. eine Belohnung oder eine Strafe, ἐπεκήρυξαν ἐπὶ Κορυδαλῷ ἀργύριον, sie setzten eine Geldsumme auf den Kopf des Korydalus, erklärten ihn für vogelfrei, Her. 7, 214, wie ἐπεκηρύχϑη αὐτῷ ἀργύριον 213; ἐπεκήρυξε, ὃς ἂν ἁλίσκηται διαπλέων, ϑάνατον τὴν ζημίαν Xen. Hell. 1, 1, 10, er setzte Todesstrafe darauf; διὰ ταῦτα χρήματα αὐτῷ τοὺς Θηβαίους ἐπικεκηρυχέναι, die Theb. hätten einen Preis auf seinen Kopf gesetzt, Dem. 19, 21; vgl. Plut. Pomp. 32; pass., ἀφελόμενος αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν λαμβάνει παρὰ τῶν Χίων τὰ ἐπικηρυχϑέντα χρήματα Ath. VI, 266 d; ὡς καὶ ἐκείνῳ ἐπεκηρύχϑη, als auch jener proscribirt wurde, D. Cass. 47, 12, wofür auch ὁ ἐπικηρυχϑείς steht, 37, 10 u. öfter. – C. inf., ἐπικηρύττοντες τάλαντον ἀργυρίου δώσειν τῷ ἀποκτείναντι Lys. 6, 18; χρημάτων πλῆϑος τοῖς ἀνελοῦσι, eine Belohnung für die, D. Sic. 14, 8; vgl. Plut. Them. 26, 29. – Pol. vrbdt τὸ λάφυρον ἐπεκήρυξαν κατὰ τῶν Αἰτωλῶν, sie machten die Erlaubniß zur Plünderung des Landes der Aetoler bekannt, 4, 26, 7; – ἐκείνῳ πόλεμος ἐπεκηρύχϑη ist einfach: es wurde der Krieg gegen ihn erklärt, D. Cass. 78, 38. – Bei Aesch. Sept. 616, πύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχϑεὶς χϑονί, scheint es der Vrbdg nach nicht der Geächtete zu sein, sondern sc. βασιλεύς, vom Herold zum König ausgerufen, od. dem Lande Drohungen verkündend. – 2) wie ἀποκηρύσσω, feilbieten, verkaufen, Plut. Camill. 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κηρύσσω — και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) [κήρυξ] 1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Αχαιούς», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ,… …   Dictionary of Greek

  • επιχράω — (I) ἐπιχράω (Α) αγγίζω την επιφάνεια, αγγίζω ελαφρά («τυτθόν ἐπέχραε δέρμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. επιχράω (II). Η σημ. «αγγίζω ελαφρά» απαντά στους μεταγενέστερους ποιητές]. (II) ἐπιχράω (Α) 1. επιτίθεμαι, εφορμώ («ὡς δὲ λύκοι ἄρνεσσιν ἐπέχραον ἢ… …   Dictionary of Greek

  • προσκηρύσσω — και αττ. τ. προσκηρύττω Α 1. κηρύσσω επί πλέον 2. καλώ επί πλέον, προσκαλώ …   Dictionary of Greek

  • αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… …   Dictionary of Greek

  • επικηρυκεύομαι — ἐπικηρυκεύομαι (Α) (αποθ.) 1. αναγγέλλω, γνωστοποιώ με κήρυκα 2. αναγγέλλω δημόσια 3. διαπραγματεύομαι με αντιπροσώπους («αὐτίκα τε ἐπεκηρυκεύοντο πρὸς Παυσανίην οἱ Θηβαῑοι θέλοντες ἐκδιδόναι τοὺς ἄνδρας», Ηρόδ.) 4. διαπραγματεύομαι με πρέσβεις… …   Dictionary of Greek

  • κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ II — Язык Евангелий Проблема новозаветного греческого Дошедшие до нас оригинальные тексты НЗ написаны на древнегреч. языке (см. ст. Греческий язык); существующие версии на др. языках это переводы с греческого (или с др. переводов; о переводах… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”