- ἐπι-καλλύνω
ἐπι-καλλύνω, überschminken, Themist. or. 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-καλλύνω, überschminken, Themist. or. 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επικαλλύνω — ἐπικαλλύνω (Α) στολίζω επί πλέον, κάνω κάτι πιο ωραίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καλλύνω (< κάλλος) «καλλωπίζω, εξωραΐζω»] … Dictionary of Greek