- ἐπι-καθαίρω
ἐπι-καθαίρω, abwischen, reinigen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-καθαίρω, abwischen, reinigen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπικαθαίρουσιν — ἐπί καθαίρω cleanse pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπί καθαίρω cleanse pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαθαίρεται — ἐπί καθαίρω cleanse pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαθαίρονται — ἐπί καθαίρω cleanse pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικάθηρον — ἐπί καθαίρω cleanse aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικαθαίρω — ἐπικαθαίρω και ἐπικαθαρίζω (AM) 1. καθαρίζω ακόμη περισσότερο 2. μέσ. ἐπικαθαίρομαι καθαρίζομαι επί πλέον (για συμπληρωματική έμμηνη ρύση). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθαίρω «καθαρίζω»] … Dictionary of Greek
κατεβάζω — (AM καταβιβάζω, Μ και κατεβάζω και καταβάζω και κατηβάζω) 1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον ή κάτι από υψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «κατέβασα τις παλιές καρέκλες στο υπόγειο» β. «καταβιβάσας τὸν Κροῑσον ἀπὸ τῆς πυρῆς», Ηρόδ.) 2. φέρνω από τα μεσόγεια… … Dictionary of Greek
προσκαθαίρω — Α [καθαιρώ] καθαρίζω επί πλέον … Dictionary of Greek
προσκαθαιρώ — έω, ΜΑ [καθαιρῶ] περιορίζω, ελαττώνω επί πλέον αρχ. καταστρέφω επιπροσθέτως … Dictionary of Greek