- ἐπι-κεφάλαιος
ἐπι-κεφάλαιος, zum Kopf gehörig, κόσμος Schol. Plat. Rep. VIII, 394; – τὸ ἐπικεφάλαιον, Kopfgeld, Kopfsteuer, Arist. Oec. 14 u. Sp. Vgl. das Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κεφάλαιος, zum Kopf gehörig, κόσμος Schol. Plat. Rep. VIII, 394; – τὸ ἐπικεφάλαιον, Kopfgeld, Kopfsteuer, Arist. Oec. 14 u. Sp. Vgl. das Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επικεφάλαιος — ἐπικεφάλαιος, ον (AM) 1. αυτός που τοποθετείται πάνω στο κεφάλι 2. (για φόρο) αυτός που καταβάλλεται κατ’ άτομο 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπικεφάλαιον α) κεφαλικός φόρος β) κατάλογος, μητρώο γ) μέτρο βάρους ίσο με δύο δίδραχμα*. επίρρ... ἐπικεφαλαίως … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek