- ἐπι-κεφάλιον
ἐπι-κεφάλιον, τό, = Vor., Cic. Attic. 5, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κεφάλιον, τό, = Vor., Cic. Attic. 5, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσεπαίρω — Α [ἐπαίρω, ομαι] 1. σηκώνω, ανυψώνω επί πλέον («προσεπαίρειν κεφάλιον», Σωρ.) 2. μτφ. ενθαρρύνω πάρα πολύ, δίνω πολύ θάρρος 3. παθ. προσεπαίρομαι μτφ. υπερηφανεύομαι ακόμη πιο πολύ, γίνομαι ακόμη περισσότερο αλαζονικός («προσεπήρθη ὑπὸ τῆς… … Dictionary of Greek