- ἐπι-κατα-σκευάζω
ἐπι-κατα-σκευάζω, noch dazu zubereiten, Sp., wie D. Cass. 50, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κατα-σκευάζω, noch dazu zubereiten, Sp., wie D. Cass. 50, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετασκευάζω — (Α μετασκευάζω) μεταβάλλω την κατασκευή ή τη μορφή, μετασχηματίζω, μεταμορφώνω, μεταποιώ αρχ. 1. μεταβαίνω, πηγαίνω κάπου, μετατοπίζομαι 2. (το μέσ.) μετασκευάζομαι i) ανταλλάσσω τη στολή ή τον οπλισμό μου με τη στολή ή τον οπλισμό κάποιου άλλου… … Dictionary of Greek