- ἐπι-κατα-σφάζω
ἐπι-κατα-σφάζω u. -σφάττω (s. σφάζω), dabei, darüber schlachten, tödten, τῷ νεκρῷ, τῷ τύμβῳ, Her. 1, 45 u. Sp., wie Plut. Cleom. 37 Parthen. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κατα-σφάζω u. -σφάττω (s. σφάζω), dabei, darüber schlachten, tödten, τῷ νεκρῷ, τῷ τύμβῳ, Her. 1, 45 u. Sp., wie Plut. Cleom. 37 Parthen. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… … Dictionary of Greek