- ἐπι-γυμνάζω
ἐπι-γυμνάζω, noch dazu, dabei üben, Philo; in der Uebung zusetzen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-γυμνάζω, noch dazu, dabei üben, Philo; in der Uebung zusetzen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συγγυμνάζω — Α [γυμνάζω] 1. γυμνάζω, εξασκώ συγχρόνως («συνεγύμναζον μὲν ἐπὶ τὸ αὐτὸ τὴν φάλαγγα καὶ τοὺς μισθοφόρους Ἕλληνας», Πολ.) 2. (ειδικά) γυμνάζω κάποιον σε κάτι 3. μέσ. συγγυμνάζομαι γυμνάζομαι μαζί με άλλον 4. παθ. είμαι οργανωμένος … Dictionary of Greek
κατασκευάζω — (AM κατασκευάζω Α και δωρ. τ. κατασκευῶ, όω) 1. σχηματίζω, φτειάχνω κάτι από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, δημιουργώ κάτι (α. «κατασκευάζω γέφυρα» β. «κατασκευάζω ἐπιτείχισμα ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», Δημοσθ.) 2. επινοώ με δόλιους σκοπούς,… … Dictionary of Greek
προσασκώ — έω, ΜΑ [ἀσκῶ] εξασκώ, γυμνάζω κάποιον επί πλέον («προσασκοῡνται τῷ φόβῳ», Ιώσ.) αρχ. παθ. προσασκοῡμαι, έομαι (για γη) καλλιεργούμαι … Dictionary of Greek
προσγυμνάζω — Α 1. ασκώ, γυμνάζω κάποιον σε κάτι επί πλέον 2. μτφ. κατέρχομαι σε αγώνα με κάποιον 3. (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ προσγυμναζόμενος ο προσγυμναστής* … Dictionary of Greek
προσεξασκώ — έω, Α 1. εξασκώ, γυμνάζω επί πλέον 2. στολίζω επιπροσθέτως («τὸ φυσικὸν κάλλος ὑπὸ τῆς βασιλικῆς προσεξήσκηται πολυτελείας», Ιώσ.) … Dictionary of Greek