- ἐπι-ζυγίς
ἐπι-ζυγίς, ίδος, ἡ, das Daraufgefügte, ein Theil an den Wurfmaschinen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-ζυγίς, ίδος, ἡ, das Daraufgefügte, ein Theil an den Wurfmaschinen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιζυγίς — ἐπιζυγίς, ἡ (Α) 1. σιδερένια περόνη με την οποία στερέωναν τη νευρά τού καταπέλτη ή τού πετροβόλου 2. δοκός σταυρωτά τοποθετημένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζυγίς (< ζυγός)] … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek