ἐπι-ετής

ἐπι-ετής

ἐπι-ετής, ές, diesjährig, Pol. 3, 55, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επιετής — ἐπιετής, ές (Α) φετινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ετής (< έτος)] …   Dictionary of Greek

  • τριετής — ές, ΝΑ, και τριετής, τρίετες, θηλ. και τριέτις Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τριών ετών 2. αυτός που έχει ηλικία τριών ετών 3. αυτός που γίνεται κάθε τρίτο έτος νεοελλ. φρ. «τριετές σύστημα» (γεωπ.) η επανάληψη τής καλλιέργειας ενός φυτού κάθε… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • ενναέτης — (I) ἐνναέτης, ες (θηλ. ἐνναέτις, ιων. τ. εἰναέτις) (Α) 1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια εννέα ετών 2. (επικ. ουδ. ως επίρρ.) ἐννάετες επί εννέα χρόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ενFα (βλ. εννέα) + ετης < έτος]. (II) ἐνναέτης, ο (θηλ. ἐνναέτις) (Α)… …   Dictionary of Greek

  • εξαετής — ές (θηλ. και εξαέτις) (AM ἑξαετής, ες Α και ἑξαέτης, ες AM θηλ. ἑξαέτις) 1. αυτός που διαρκεί έξι χρόνια («εξαετής πόλεμος, συμμαχία») 2. αυτός που έχει ηλικία έξι ετών αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) ἑξάετες επί έξι χρόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”