ἐπεκτισμένα — ἐπί κτίζω people perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐπεκτισμένᾱ , ἐπί κτίζω people perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐπεκτισμένᾱ , ἐπί κτίζω people perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκτίσθη — ἐπί , ἐκ τίζω to be always asking what? aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) ἐπεκτί̱σθη , ἐπί ἐκτίνω pay off aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) ἐπί κτίζω people aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκτίσθησαν — ἐπί , ἐκ τίζω to be always asking what? aor ind pass 3rd pl (homeric ionic) ἐπεκτί̱σθησαν , ἐπί ἐκτίνω pay off aor ind pass 3rd pl (homeric ionic) ἐπί κτίζω people aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέκτισα — ἐπί , ἐκ τίζω to be always asking what? aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἐπέκτῑσα , ἐπί ἐκτίνω pay off aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἐπί κτίζω people aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέκτισε — ἐπί , ἐκ τίζω to be always asking what? aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐπέκτῑσε , ἐπί ἐκτίνω pay off aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐπί κτίζω people aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέκτισεν — ἐπί , ἐκ τίζω to be always asking what? aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐπέκτῑσεν , ἐπί ἐκτίνω pay off aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐπί κτίζω people aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέκτισται — ἐπί κτίζω people perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκτίζω — Α [κτίζω] 1. κτίζω ή ιδρύω επί πλέον («πόλιν δὲ... ᾤκουν παντάπασι μικράν, προσέκτισε δὲ αὐτοῑς... ἄλλην ἣν νέαν καλοῡσιν», Στράβ.) 2. παθ. προσκτίζομαι καθιερώνομαι επί πλέον («τῶν προσεκτισμένων αὐτοῡ ἄλλων ἡμερῶν δύο», πάπ.) … Dictionary of Greek
ιδρύω — (ΑΜ ἱδρύω) (ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.) νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ («ιδρύω πολιτικό κόμμα») αρχ. 1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε… … Dictionary of Greek
κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… … Dictionary of Greek
λόγια — τα (Μ λόγια) 1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι 2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» κοντολογίς β) «χάνω τα λόγια μου» μάταια προσπαθώ να πείσω νεοελλ. φρ. α) «κακά λόγια» αισχρολογίες, βωμολοχίες β) «καλά λόγια» επαινετικοί λόγοι γ)… … Dictionary of Greek