- ἐπ-εις-φρέω
ἐπ-εις-φρέω, noch dazu hineinlassen, τινά τινι, in Etwas, Eur. El. 1033 Alc. 1059 Herc. Fur. 1267 u. 80. Bei Sui 4. auch intrans., noch dazu hineingehen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-εις-φρέω, noch dazu hineinlassen, τινά τινι, in Etwas, Eur. El. 1033 Alc. 1059 Herc. Fur. 1267 u. 80. Bei Sui 4. auch intrans., noch dazu hineingehen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρέω — Α (μόνον σύνθ. με τις προθέσεις εἰς, ἐκ, διά) άγω, οδηγώ, φέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πίφρημι] … Dictionary of Greek
πίφρημι — Α (αμάρτυρος τ. ενεστ.) 1. (μτβ.) εισάγω ή εξάγω κάτι 2. (αμτβ.) εισέρχομαι ή εξέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά συνήθως στον αόρ. και μέλλ., σπανίως στον ενεστ. (πρβλ. απρμφ. πιφράναι, ἐσ πιφράναι) και πάντοτε σύνθ. με προθέσεις: εἰς, ἐκ, διά, ἀπὸ … Dictionary of Greek