- ἐπ-εις-τρέχω
ἐπ-εις-τρέχω (s. τρέχω), noch dazu hineinlaufen, Sp., ἐπειςέδραμον, Poll. 9, 158.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-εις-τρέχω (s. τρέχω), noch dazu hineinlaufen, Sp., ἐπειςέδραμον, Poll. 9, 158.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
Μακρυγιάννης — I (Γιάννης Τριαντάφυλλου ή Τριανταφυλλοδημήτρης, Αβορίτη Δωρίδας, Φωκίδα 1797 – Αθήνα 1864). Αγωνιστής του 1821, στρατηγός και πολιτικός. Ο συγγραφέας των απαράμιλλων για το ύφος τους Απομνημονευμάτων έλαβε το παρωνύμιο Μ., χάρη στο ψηλόλιγνο… … Dictionary of Greek
επιθέω — ἐπιθέω (Α) 1. προστρέχω σε κάποιον, τρέχω προς το μέρος κάποιου ή μετά από κάποιον («καὶ ἐπιθέων μὲν ἐκβοάτω», Ξεν.) 2. μτφ. κυκλοφορώ, διαδίδομαι, είμαι διάσπαρτος («ἡ ἐπιθέουσα εἰς ἀνθρώπους ἀπάτη», Πλωτίν.) 3. τρέχω πάνω σε μια επιφάνεια.… … Dictionary of Greek
κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… … Dictionary of Greek
διατρέχω — (AM διατρέχω) 1. περνώ από κάπου, διασχίζω κάποιον χώρο («διέτρεξε την πεδιάδα», «διαδραμὼν δὲ τὸ τῶν Ἀθηναίων στρατόπεδον») 2. (για χρόνο) περνώ, διάγω («διατρέχει το εικοστό έτος τής ηλικίας του») 3. κινούμαι, μετακινούμαι βιαστικά εδώ κι εκεί… … Dictionary of Greek
κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… … Dictionary of Greek
συρρέω — ΝΜΑ [ρέω] 1. ρέω μαζί ή χύνομαι στο ίδιο μέρος («εἰς... τοῡ τὸ χάσμα συρρέουσί τε πάντες οἱ ποταμοί», Πλάτ.) 2. (μτφ. για πλήθος ανθρώπων) προστρέχω μαζικά, τρέχω εκεί που είναι και άλλοι συναθροισμένοι (α. «αυτή τη στιγμή οι διαδηλωτές συρρέουν… … Dictionary of Greek
LUDUS, a LYDIS — qui ex Asia transvenae, Duce Tyrrheno, cum fratri suo regni contentione cederet, in Hetruria consederint, ibique inter ceteros ritus superstitionum suarum spectacula quoque religionis nomine instituerint, quibusdam dictus videtur. Varro Ludos a… … Hofmann J. Lexicon universale
TROCHUS — puerile ludicrum seu exercitamentum, Dempstero, in Rosin. l. 5. c. 1. cui a τρέχω nomen. Eius meminit Helenius Acron ad Horat. in Arte, v. 380. Indoctusve pilae, discive Trochive. Cum Turbine eundem facit, idem Dempsterus. Sed distinguit Salmas.… … Hofmann J. Lexicon universale
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
εντρέχω — ἐντρέχω (AM) τρέχω μέσα σε κάτι, κινούμαι ελεύθερα μέσα σε κάτι μσν. 1. διαδραματίζομαι, εκτυλίσσομαι («ἔπλασεν ὁ Ἔρως, συγγενῆ, πρᾱγμα φρικτὸν ὀνείρου, τὸ ἀκόμη βλέπω έστηκὼς καὶ ἐντρέχει εἰς ὀφθαλμούς μου») 2. (για πτηνά) διασχίζω τον αέρα αρχ … Dictionary of Greek