- ἐπι-βωθέω
ἐπι-βωθέω, ion. für ἐπιβοηϑέω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-βωθέω, ion. für ἐπιβοηϑέω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοηθώ — ( άω) (AM βοηθῶ, έω, Α και βωθέω, ιων. τ.) 1. παρέχω υλική ή ηθική βοήθεια 2. προστρέχω να σώσω κάποιον, σώζω 3. ανακουφίζω ασθενή, βελτιώνω την κατάσταση του μσν. νεοελλ. διευκολύνω, ωφελώ νεοελλ. 1. ευνοώ 2. υποστηρίζω αρχ. φρ. 1. «βοηθῶ ἐπί… … Dictionary of Greek