- ἐπι-βωμίζω
ἐπι-βωμίζω, auf den Altar legen, Hesych. = ϑύω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-βωμίζω, auf den Altar legen, Hesych. = ϑύω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιβωμίζω — ἐπιβωμίζω (AM) θυσιάζω στον βωμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *βωμίζω (< βωμός) τ. πού απαντά μόνον εν συνθέσει] … Dictionary of Greek