- ἐπι-νυστάζω
ἐπι-νυστάζω (s. νυστάζω), darüber einschlafen, τινί, Plut. Brut. 36; Luc. bis acc. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-νυστάζω (s. νυστάζω), darüber einschlafen, τινί, Plut. Brut. 36; Luc. bis acc. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νύσταγμα — νύσταγμα, τὸ (Α) [νυστάζω] 1. το να νυστάζει κάποιος 2. σύντομος ή ελαφρύς ύπνος («ὅταν επιπίπτη... φόβος ἐπ ἀνθρώπους, ἐπὶ νυσταγμάτων, ἐπὶ κοίτης», ΠΔ) … Dictionary of Greek
σαλεύω — ΝΜΑ, και, κυρίως στον Ερωτόκρ., σαλεύγω Ν [σάλος] 1. (μτβ.) α) κινώ κάτι εδώ κι εκεί, σείω, κουνώ (α. «τα κύματα σαλεύουν την βάρκα» β. «σαλεύει τρικυμιᾳ πέδον», Λυκόφρ.) β) τραντάζω («καὶ σαλεύσει αὐτοὺς ἐκ θεμελίων», Σοφ.) 2. (αμτβ.) κινούμαι… … Dictionary of Greek