- ἐπι-μυρίζω
ἐπι-μυρίζω, dazu besalben, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-μυρίζω, dazu besalben, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ВОДООСВЯЩЕНИЕ — [греч. ἁγιασμὸς (τῶν ὑδάτων); лат. aquae benedictio], церковное священнодействие, посредством к рого вода как один из первоэлементов тварного мира получает Божие благословение и освящение. Совершение В. свидетельствует об обновлении и… … Православная энциклопедия
επόζω — ἐπόζω (AM) βρομώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + όζω «μυρίζω άσχημα»] … Dictionary of Greek
κατοσφραίνομαι — (Α) οσφραίνομαι πολύ, μυρίζω επί πολλή ώρα κάτι … Dictionary of Greek
πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… … Dictionary of Greek
συνεξόζω — Α αναδίδω οσμή επί πλέον («ἔνια δὲ καὶ εἰς οὔρησιν ἄγει, συνεξόζειν ποιοῡντα αὐτά», Θεοφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξόζω «μυρίζω, αναδίδω οσμή»] … Dictionary of Greek