- ἐπι-φαύσκω
ἐπι-φαύσκω, erscheinen u. leuchten, aufgehen, Arist. Probl. 8, 17; Orph. H. 49, 9 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-φαύσκω, erscheinen u. leuchten, aufgehen, Arist. Probl. 8, 17; Orph. H. 49, 9 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπιφαύσκει — ἐπί φαύσκω pres ind mp 2nd sg ἐπί φαύσκω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφαύσκοντα — ἐπί φαύσκω pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπί φαύσκω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφαυσκούσῃ — ἐπί φαύσκω pres part act fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφαύσκειν — ἐπί φαύσκω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφαύσκεται — ἐπί φαύσκω pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφαύσκων — ἐπί φαύσκω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαύω — Α φάω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από σύνθ. τ. μέλλ. και αορ. σε φαύσω, φαυσα (πρβλ. μέλλ. ἐπι φαύσω, αόρ. δι έ φαυσα) τών ρ. σε φαύσκω] … Dictionary of Greek