ἐπι-φαρμακεύω

ἐπι-φαρμακεύω

ἐπι-φαρμακεύω, Arznei bei Etwas anwenden, heilen, Men. bei Suid., wo Mein. mit Bernhardi Lobeck's Em. πεφαρμάκευσαι aufnimmt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπεφαρμακεύσω — ἐπί φαρμακεύω administer a drug aor ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”