- ἐπι-φύλαξ
ἐπι-φύλαξ, ακος, ὁ, der Wächter dabei ist, Long. 1, 21, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-φύλαξ, ακος, ὁ, der Wächter dabei ist, Long. 1, 21, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek
θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… … Dictionary of Greek
PRAEPOSITI — dicuntur sub rubr. Cod. de suscept. et praepos. qui horreis pagisque praefecti sunt, l. 2. Cod. eod. tit. horreis scil. in quae species fisco debitae importantur, pagus autem, unde exportantur, Prateius ex Cuiacio ad d. rubr. apud Ioh. Calvin.… … Hofmann J. Lexicon universale
SATELLES — in Glossis Graeco Lat. Βασιλικοῦ σώματος φύλαξ, Imperatorii seu Regii corporis custos. Solebant enim illi Regium solium circumdare et Principis latus tueri. Unde Stat. Theb. l. 2. v. 384. de Etheocle, Ibi durum Etheoclea cernit Sublimen solio,… … Hofmann J. Lexicon universale
κριθοφυλακία — κριθοφυλακία, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀρχὴ ἐπὶ τῆς ἐξαγωγῆς τῆς κριθῆς». [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + φυλάκια (< φύλαξ), πρβλ. βιβλιο φυλακία, νυχτο φυλακία] … Dictionary of Greek
στρωματοφύλαξ — ακος, ό, ἡ, Α φύλακας τών στρωμάτων, αυτός που είχε την επιστασία τών κλινών, τών τραπεζιών κ.α. επίπλων («ὁ ἐπὶ τῶν στρωματοφυλάκων τεταγμένος ἀνήρ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στρῶμα, ώματος + φύλαξ] … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek