ἐπιτηδευτής

ἐπιτηδευτής

ἐπιτηδευτής, , der Etwas übt, Ios.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επιτηδευτής — ἐπιτηδευτής, ὁ (Α) [επιτηδευω] αυτός που εξασκεί κάτι («ἀπράγμονος ἐπιτηδευτής βίου», Ιώσ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπιτηδευτής — one who practises masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδευτῆς — ἐπιτηδευτός artificial fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδευταί — ἐπιτηδευτής one who practises masc nom/voc pl ἐπιτηδευτός artificial fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδευτοῦ — ἐπιτηδευτής one who practises masc gen sg ἐπιτηδευτός artificial masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδευτήν — ἐπιτηδευτής one who practises masc acc sg (attic epic ionic) ἐπιτηδευτός artificial fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδευτῶν — ἐπιτηδευτής one who practises masc gen pl ἐπιτηδευτός artificial fem gen pl ἐπιτηδευτός artificial masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδευτά — ἐπιτηδευτά̱ , ἐπιτηδευτής one who practises masc nom/voc/acc dual ἐπιτηδευτής one who practises masc voc sg ἐπιτηδευτής one who practises masc nom sg (epic) ἐπιτηδευτός artificial neut nom/voc/acc pl ἐπιτηδευτά̱ , ἐπιτηδευτός artificial fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδευτάς — ἐπιτηδευτά̱ς , ἐπιτηδευτής one who practises masc acc pl ἐπιτηδευτά̱ς , ἐπιτηδευτής one who practises masc nom sg (epic doric aeolic) ἐπιτηδευτά̱ς , ἐπιτηδευτός artificial fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτηδευτικός — ἐπιτηδευτικός, ή, όν (Α) [επιτηδευτής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιτήδευση, αυτός που γίνεται με υπερβολική ακριβολογία, προσποιητός …   Dictionary of Greek

  • ἐπιτηδευτέα — ἐπιτηδευτέος neut nom/voc/acc pl ἐπιτηδευτής one who practises masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”