- ἐπι-τείρω
ἐπι-τείρω, aufreiben, Orph. Arg. 1089.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-τείρω, aufreiben, Orph. Arg. 1089.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπετείρετο — ἐπί τείρω oppress imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτείρομαι — ἐπιτείρομαι (Α) (ως σύνθ. μόνο παθ.) κατατρίβομαι, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τείρω, ομαι «ταλαιπωρούμαι, υποφέρω») … Dictionary of Greek
τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… … Dictionary of Greek
τέρμα — το, ΝΜΑ 1. το τελικό σημείο ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει κανείς ή περατώνεται κάτι, τέλος, πέρας (α. «τέρμα οδού» β. «τέρμα τού καλοκαιριού» γ. «οἶσθα γὰρ εὖ περί τέρμαθ ἑλισσέμεν», Ομ. Ιλ. δ. «τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος», Αισχύλ.… … Dictionary of Greek
τερηδόνα — I Καταστρεπτική διεργασία εις βάρος των σκληρών ιστών του οργανισμού, όπως τα οστά, οι χόνδροι και τα δόντια· συχνότερα ο όρος σημαίνει την τ. των δοντιών. Η τελευταία αυτή οφείλεται στη συνέργια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων: γενικές… … Dictionary of Greek