ἐπι-τελής

ἐπι-τελής

ἐπι-τελής, ές, vollendet, ausgeführt, ἐπιτελέα ἐγένετο Her. 3, 16, wie Thuc. 1, 141; Plut. Nic. 14; ἐπιτελέα ποιεῖν, ausführen, Her. 3, 141 u. oft; ἐπ. δ' εἴη ἡ εὐχή Plat. Ep. VIII, 353 a; Legg. XI, 931 e; ἐπίνοιαι Pol. 6, 15, 6; κρίσιν λαμβάνει ὁ πόλεμος ἐπιτελῆ, eine vollständige Entscheidung, ein entschiedenes Ende, D. Hal. 10, 46; – παρϑένος, mannbar, Hesych. – Aber ὄρνιϑες, Ant. Lib. 19, = ἐπιτελεστικός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επιτελής — ές (Α ἐπιτελής, ές) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. 1. στρατιωτικός που είναι μέλος τού επιτελείου 2. βοηθός ταγματάρχη τού πεζικού ή μοιράρχου τού ιππικού 3. αυτός που συγκαταλέγεται στα βασικά στελέχη κόμματος, οργανισμού ή κινήσεως αρχ. 1. τέλειος… …   Dictionary of Greek

  • προτελής — (proteles cristatus). Θηλαστικό της οικογένειας των υαινιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ο π. διακρίνεται από τις πραγματικές ύαινες, είτε από τη μικρότερη ανάπτυξη του μπροστινού τμήματος του σώματος είτε από την οδοντοφυΐα, που έχει 4 δόντια… …   Dictionary of Greek

  • επιτελείο — το 1. ομάδα αξιωματικών που βοηθά τον αρχηγό ανώτερης στρατιωτικής μονάδας, ναυτικής ή αεροπορικής δυνάμεως στη διοίκησή της 2. οι κύριοι συνεργάτες οργανισμού ή επιχείρησης («το επιτελείο τού εκδοτικού οίκου») 3. ναυτ. φρ. «επιτελείο πλοίου» το… …   Dictionary of Greek

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”