- περι-έλευσις
περι-έλευσις, ἡ, das Herumkommen, Plut. quaest. nat. 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-έλευσις, ἡ, das Herumkommen, Plut. quaest. nat. 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιέλευσις — εύσεως, ἡ, Α 1. το να περιέρχεται κανείς σε ένα μέρος, να μετακινείται από σημείο σε σημείο 2. η περίοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἔλευσις (< θ. ἐλεύθ , πρβλ. ἐλεύσομαι, μέλλ. τού ἐλεύθω «έρχομαι»)] … Dictionary of Greek
περιήλυσις — ύσεως, ἡ, Α 1. η περιέλευση, η μετακίνηση από σημείο σε σημείο 2. η περιστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἤλυσις «οδός, πορεία» αντί ἔλευσις (βλ. λ. ήλυσις)] … Dictionary of Greek