- περι-έλισσω
περι-έλισσω, att. -ττω (s. ἑλίσσω), herumwinden, pass. sich herumschlingen; πλεονάκις περιελιχϑέντα περὶ τὴν γῆν ὥςπερ οἱ ὄφεις, Plat. Phaed. 112 d; 113 b (vgl. περιειλίττω); ἀλλήλοις, Arist. H. A. 5, 4; Plut. oft, auch übertr., betrügen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.