- ἐπι-στίλβω
ἐπι-στίλβω, darauf, daran glänzen, Plut. Lys. 28; γυναικὶ δ' ἀεὶ ἡ τοῦ χρώματος ἐπιστίλβει χάρις Luc. Amor. 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-στίλβω, darauf, daran glänzen, Plut. Lys. 28; γυναικὶ δ' ἀεὶ ἡ τοῦ χρώματος ἐπιστίλβει χάρις Luc. Amor. 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στίλβωτρο — το, ΝΑ, και στίλβωθρον Α νεοελλ. εργαλείο ή μηχανικό μέσο που χρησιμοποιείται για τη στίλβωση αντικειμένων αρχ. όργανο για επίπαση καλλωπιστικής ουσίας στο πρόσωπο ή η ίδια η καλλωπιστική ουσία («χρῶνται δὲ αὐτῷ αἱ γυναίκες ἐπὶ τῷ προσώπω ἐπί… … Dictionary of Greek