- ἐπι-στίζω
ἐπι-στίζω (s. στίζω), darauf mit Punkten, Flecken versehen, punktiren, Nic. Th. 332 u. a. Sp., τῷ νώτῳ οἱ σημεῖα ἐπέστικται ὠχρά Ael. H. A. 11, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-στίζω (s. στίζω), darauf mit Punkten, Flecken versehen, punktiren, Nic. Th. 332 u. a. Sp., τῷ νώτῳ οἱ σημεῖα ἐπέστικται ὠχρά Ael. H. A. 11, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπεστιγμένος — ἐπί στίζω tattoo perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεστιγμένους — ἐπί στίζω tattoo perf part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεστιγμένῳ — ἐπί στίζω tattoo perf part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέστικται — ἐπί στίζω tattoo perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπέστιχε — πρός , ἐπί στίζω tattoo perf imperat act 2nd sg πρός , ἐπί στίζω tattoo perf ind act 3rd sg πρόσ ἐπιστείχω approach aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστίζω — ἐπιστίζω (Α) 1. κάνω στίγματα πάνω σε μια επιφάνεια 2. παθ. ἐπιστίζομαι είμαι κατάστικτος, γεμάτος στίγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στίζω «σημαδεύω, χαράζω»] … Dictionary of Greek
Digamma — This article is about the Greek letter. For the mathematical function, see digamma function. Greek alphabet … Wikipedia
προσαναστίζω — Μ κάνω επί πλέον στίγματα στο δέρμα μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνά + στίζω «κάνω στίγματα»] … Dictionary of Greek