- ἐπι-στοιβάζω
ἐπι-στοιβάζω, darauf stopfen, aufhäufen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-στοιβάζω, darauf stopfen, aufhäufen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στοιβάζω — ΝΜΑ και στοιβιάζω Ν [στοιβή] 1. τοποθετώ ομοειδή πράγματα το ένα πάνω στο άλλο σε επάλληλες σειρές, επισωρεύω (α. «στοιβάζω τα ρούχα» β. «στοιβάχθηκε πολύ χιόνι» γ. «τοῡ τειχίου κεράμοις ἐστοιβασμένου» δ. «στοιβάσουσι ξύλα ἐπὶ τὸ πῡρ», ΠΔ) 2.… … Dictionary of Greek
ἐπεστοιβασμένα — ἐπί στοιβάζω pile perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐπεστοιβασμένᾱ , ἐπί στοιβάζω pile perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐπεστοιβασμένᾱ , ἐπί στοιβάζω pile perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεστοιβάσθαι — ἐπί στοιβάζω pile perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεστοίβασε — ἐπί στοιβάζω pile aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεστοίβαστο — ἐπί στοιβάζω pile plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επινάσσω — ἐπινάσσω (AM) γεμίζω, στοιβάζω ακόμη περισσότερο αρχ. παθ. ἐπινάσσομαι (για γάλα) πήζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νάσσω «στοιβάζω»] … Dictionary of Greek
συνεπεισκυκλώ — έω, ΜΑ στοιβάζω, συσσωρεύω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπεισκυκλῶ «στοιβάζω, συσσωρεύω»] … Dictionary of Greek
επεισκυκλώ — ἐπεισκυκλῶ, έω (Α) 1. στοιβάζω το ένα πάνω στο άλλο, συσσωρεύω («ὧν ἀμελήσαντες οἱ πολλοὶ τὰ μηδέν προσήκοντα ἐπεισκυκλοῡσι», Λουκιαν.) 2. παθ. ἐπεισκυκλοῡμαι. εισάγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισκυκλώ «εισφέρω»] … Dictionary of Greek
επιχώννυμι — ἐπιχώννυμι και ἐπιχωννύω (AM) καλύπτω με χώμα, ενταφιάζω αρχ. 1. σχηματίζω τύμβο, σωρό χώματος επάνω στον τάφο τού νεκρού 2. γεμίζω με χώμα τάφρο, δίοδο κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χώννυμι «συσσωρεύω, στοιβάζω»] … Dictionary of Greek
νηέω — και δωρ. τ. ναέω (Α) (επκ. εκτετ. τ.) 1. επισωρεύω, στοιβάζω, σωριάζω («ἐπ αὐτῶν νήησαν ξύλα πολλά», Ομ. Οδ.) 2. (γενικά) συσσωρεύω 3. (και το μέσ.) φορτώνω, γεμίζω («νῆα ἅλις χρυσοῡ καὶ χαλκοῡ νηησάσθω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η… … Dictionary of Greek
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek