- ἐπι-στομόω
ἐπι-στομόω, verstopfen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-στομόω, verstopfen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπεστομοῦντο — ἐπί , εἰσ τομάω need cutting imperf ind mp 3rd pl (attic epic doric ionic) ἐπί στομόω muzzle imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεστομωμένος — ἐπί στομόω muzzle perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)