ἐπι-στορέννῡμι

ἐπι-στορέννῡμι

ἐπι-στορέννῡμι (s. στορέννυμι, darüber breiten, in tmesi, Od. 4, 50 u. sp. D., wie Nonn. D. 1, 51.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπεστρωμέναι — ἐπί στόρεννυμι perf part mp fem nom/voc pl ἐπεστρωμένᾱͅ , ἐπί στόρεννυμι perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστορέσαι — ἐπί στόρεννυμι aor inf act ἐπιστορέσαῑ , ἐπί στόρεννυμι aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστορέσαντα — ἐπί στόρεννυμι aor part act neut nom/voc/acc pl ἐπί στόρεννυμι aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστρωννύμενον — ἐπί στόρεννυμι pres part mp masc acc sg ἐπί στόρεννυμι pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέστρωσε — ἐπί , εἰσ τιτρώσκω wound aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐπί στόρεννυμι aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεστρωμένου — ἐπί στόρεννυμι perf part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεστρώννυτο — ἐπί στόρεννυμι imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεστόρνυντο — ἐπί στόρεννυμι imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστορνύμενα — ἐπί στόρεννυμι pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστρωννύντες — ἐπί στόρεννυμι pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστρῶσαι — ἐπί στόρεννυμι aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”