- ἐπι-σταλάζω
ἐπι-σταλάζω (s. σταλάζω), = ἐπιστάζω, Luc. Epist. Sat. 31 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-σταλάζω (s. σταλάζω), = ἐπιστάζω, Luc. Epist. Sat. 31 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρενστάζω — Α αφήνω κάτι να στάξει επί πλέον ή κατά λάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐνστάζω «στάζω μέσα, σταλάζω»] … Dictionary of Greek
στάλα — (I) ἡ, ΝΑ (δωρ. τ.) βλ. στήλη. (II) η, Ν 1. μικρή ποσότητα υγρού, σταγόνα, σταλαγματιά («ζει τού νερού και η στάλα οπού κολλάει στο ποτήρι», Σολωμ.) 2. μτφ. πολύ μικρή ποσότητα (α. «ήπια μια στάλα κρασί» β. «κοιμήθηκα μια στάλα») 3. φρ. α) «ούτε… … Dictionary of Greek