- ἐπισταμένως
ἐπισταμένως, verständig, geschickt, εὖ καὶ ἐπ. Il. 10, 265; μῦϑον ἐπ. κατέλεξας Od. 11, 368; Hes. O. 107; Xen. Cyr. 1, 1, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπισταμένως, verständig, geschickt, εὖ καὶ ἐπ. Il. 10, 265; μῦϑον ἐπ. κατέλεξας Od. 11, 368; Hes. O. 107; Xen. Cyr. 1, 1, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επισταμένως — (AM ἐπισταμένως) επίρρ. νεοελλ. προσεκτικά, με γνώση και πείρα («να ερευνήσει επισταμένως») αρχ. μσν. με ικανότητα, με γνώση («λόγον ἐκκορυφώσω εὖ καὶ ἐπισταμένως», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. επιστάμενος τού επίσταμαι] … Dictionary of Greek
ἐπισταμένως — ἐφίστημι set pres part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἐφίστημι set aor part mid masc acc pl (doric) ἐπίσταμαι know pres part mp masc acc pl (doric) ἐπιστᾱμένως , ἐπιστάζω let fall in drops upon fut part mid masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναδιφώ — ( άω) (Α ἀναδιφῶ) νεοελλ. 1. ερευνώ προσεκτικά αρχεία ή έγγραφα 2. μελετώ, εξετάζω επισταμένως αρχ. αναζητώ ψηλαφίζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + διφῶ «αναζητώ, ψάχνω». ΠΑΡ. νεοελλ. αναδίφης, αναδίφηση] … Dictionary of Greek
ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά … Dictionary of Greek
καλοξετάζω — εξετάζω κάτι με προσοχή, ερευνώ επισταμένως … Dictionary of Greek
καλοσυλλογίζομαι — σκέπτομαι κάτι σοβαρά, συλλογίζομαι με σύνεση, μελετώ επισταμένως … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
καταρωτώ — άω εξετάζω επισταμένως, ρωτώ επανειλημμένως … Dictionary of Greek
περιαθρώ — έω ΜΑ 1. βλέπω γύρω με προσοχή, παρατηρώ κάτι επισταμένως («περιαθρῶν τὴν φύσιν», Πλάτ.) 2. κοιτάζω ολόγυρα («ἀνανεύσας τε καὶ περιαθρῶν ἐν κύκλῳ τὸ πλῆθος», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀθρῶ «βλέπω με προσοχή»] … Dictionary of Greek
περισκοπώ — έω, ΝΜΑ 1. παρατηρώ γύρω γύρω με προσοχή, κοιτάζω ολόγυρα, περιφέρω το βλέμμα μου γύρω 2. βλέπω κάτι και εξετάζω με προσοχή, παρατηρώ, ερευνώ επακριβώς, βολιδοσκοπώ, επιθεωρώ κάτι («περισκοπῶν τὸν αἰγιαλὸν εὗρε μικρᾱς ἁλιάδος λείψανα», Πλούτ.) 3 … Dictionary of Greek
συνεξερευνώ — άω, Α εξετάζω κάτι επισταμένως μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξερευνῶ «εξετάζω λεπτομερώς»] … Dictionary of Greek