- ἐπι-στείβω
ἐπι-στείβω, darauf treten, betreten, ὃν δ' ἐπιστείβεις τόπον Soph. O. C. 56; sp. D., wie Opp. Cyn. 1, 20; ἔργον, sich daran machen, Orph. Arg. 941.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-στείβω, darauf treten, betreten, ὃν δ' ἐπιστείβεις τόπον Soph. O. C. 56; sp. D., wie Opp. Cyn. 1, 20; ἔργον, sich daran machen, Orph. Arg. 941.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στιβάδα — η / στιβάς, άδος, ΝΑ νεοελλ. 1. σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συναποτελούν συμπυκνωμένο στρώμα (α. «στιβάδα χιονιού» β. «στιβάδα κυττάρων») 2. ανατ. ιστός συνυφασμένος από διάφορα οργανικά στοιχεία, που αποτελεί ενιαίο στρώμα (α. «κοκκώδης… … Dictionary of Greek
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek