- ἐπι-στείνομαι
ἐπι-στείνομαι, eng, dah. gedrängt voll werden, Tzetz. Hom. 428.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-στείνομαι, eng, dah. gedrängt voll werden, Tzetz. Hom. 428.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιστείνομαι — ἐπιστείνομαι (Μ) στενεύω, συστέλλομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στείνομαι «στενεύω»] … Dictionary of Greek