ἐπ-όπτω

ἐπ-όπτω

(ἐπ-όπτω) davon fut. ἐπόψομαι, zu ἐφοράω, w. m. s.; auch aor. ἐπόψατο.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • όπτω — ὄπτω (Α) βλέπω, κοιτάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οπ (βλ. λ. όπωπα)] …   Dictionary of Greek

  • οπτώ — (I) ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ (Α) (ηλειακός τ.) βλ. οκτώ. (II) (Α ὀπτῶ, άω) (σχετικά με έδεσμα) ψήνω στη φωτιά χωρίς τη χρήση νερού, λαδιού ή βουτύρου («ὀπτῶ τὰ κρέα», Αριστοφ.) αρχ. 1. (σχετικά με ψάρια και αβγά) τηγανίζω 2. ψήνω φρυγανιά με τυρί 3. ψήνω …   Dictionary of Greek

  • ὀπτῶ — ὀπτάω roast pres imperat mp 2nd sg ὀπτάω roast pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ὀπτάω roast pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ὀπτάω roast pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ὀπτάω roast pres ind act 1st sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτῷ — ὀπτάω roast pres opt act 3rd sg ὀπτός roasted masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… …   Dictionary of Greek

  • παροπτώ — άω, Α 1. μισοψήνω, ψήνω ελαφρά 2. μτφ. κάνω καυτηρίαση ή θερμαίνω πάσχον μέρος τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀπτῶ «ψήνω» (πρβλ. κατ οπτώ)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκόπτης — ὁ, Α αυτός που λειώνει σε καμίνι τον χαλκό, που κατεργάζεται τον χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + όπτης (< ὀπτῶ «ψήνω»), πρβλ. ἀρτ όπτης, γαστρ όπτης. Οι τ. αυτοί έχουν σχηματιστεί αντί τών αναμενόμενων σε οπτήτης (< ὀπτῶ + κατάλ. της*) με… …   Dictionary of Greek

  • Синопсис — (συνοψις, от греческих слов: συν с и όπτω смотрю) в научной номенклатуре древних греков означало изложение в одном общем обзоре, в сжатой форме, без подробной аргументации и без детальных теоретических рассуждений, одного целого предмета или… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Синопсис — У этого термина существуют и другие значения, см. Синопсис (значения). Синопсис[1][2] (допустимый вариант  синопсис[3][4], учитывающий оригинальное греческое ударение) (др. греч. σύνοψις, от греческих слов …   Википедия

  • γαστρόπτης — γαστρόπτης, ο (Α) γάστρα για ψήσιμο φαγητού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ ( στρός) + οπτώ «ψήνω»] …   Dictionary of Greek

  • εξοπτώ — ἐξοπτῶ, άω (AM) 1. ψήνω καλά 2. ξεραίνω, στεγνώνω αρχ. 1. υπερθερμαίνω 2. (για έρωτα) καίω, μαραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οπτώ «ψήνω» (< οπτός «ψητός»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”