ἐπ-όπτρια

ἐπ-όπτρια

ἐπ-όπτρια, ἡ, = ἐπόπ τις, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επόπτης — ο θηλ. όπτρια αυτός που εποπτεύει, που επιβλέπει να διεξάγεται καλά έργο ή υπηρεσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”