- ἐπ-ωλένιος
ἐπ-ωλένιος, auf, in den Armen, H. h. Merc. 433. 509, An. Rh. 1, 557.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ωλένιος, auf, in den Armen, H. h. Merc. 433. 509, An. Rh. 1, 557.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ὠλένιος — Olenos masc nom sg Ὠλένιος Olenos masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠλένιος — in the elbow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωλένιος — α, ο / ὠλένιος, ία, ον, ΝΑ [ὠλένη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωλένη 2. αυτός που βρίσκεται στην ωλένη («ωλένιο νεύρο») αρχ. φρ. «αἲξ ὠλενία» ο αστέρας τής Αιγός που βρίσκεται στον αστερισμό τού Ηνιόχου (Άρατ.) … Dictionary of Greek
Ωλένιος — ία, ον, Α [Ώλενος] Αχαϊκός … Dictionary of Greek
Ὠλενίων — Ὠλένιος Olenos fem gen pl Ὠλένιος Olenos masc/neut gen pl Ὠλένιος Olenos masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὠλένιον — Ὠλένιος Olenos masc acc sg Ὠλένιος Olenos neut nom/voc/acc sg Ὠλένιος Olenos masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὠλενίοιο — Ὠλένιος Olenos masc/neut gen sg (epic) Ὠλένιος Olenos masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὠλενίου — Ὠλένιος Olenos masc/neut gen sg Ὠλένιος Olenos masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠλενίων — ὠλένιος in the elbow fem gen pl ὠλένιος in the elbow masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠλένιον — ὠλένιος in the elbow masc acc sg ὠλένιος in the elbow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὠλενίη — Ὠλένιος Olenos fem nom/voc sg (epic ionic) Ὠλενίη fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)