- ἐπ-ωμίζομαι
ἐπ-ωμίζομαι, auf seine Schultern nehmen, Luc. Philopatr. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ωμίζομαι, auf seine Schultern nehmen, Luc. Philopatr. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωμίζομαι — Α [ὦμος] παίρνω στους ώμους μου και κουβαλώ … Dictionary of Greek
ὠμίζευ — ὠμίζομαι take on one s shoulders imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic) ὠμίζομαι take on one s shoulders pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic) ὠμίζομαι take on one s shoulders imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμισάμενος — ὠμίζομαι take on one s shoulders aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωμιστής — κατωμιστής, ὁ (Α) ίππος που ρίχνει από τη ράχη του τον αναβάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὠμ ιστής «μεταφορέας» (< ὠμίζομαι «μεταφέρω στους ώμους»)] … Dictionary of Greek
ἀπωμισάμενος — ἀπό ὠμίζομαι take on one s shoulders aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)