ἐπ-ωμοσία

ἐπ-ωμοσία

ἐπ-ωμοσία, , das Schwören bei Etwas, Schol. Ar. Plut. 725.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπωμοσία — η / ὑπωμοσία, ΝΜΑ (στην αρχ. Αθήνα) 1. όρκος, τον οποίο έπαιρναν στο δικαστήριο όσοι ήθελαν την αναβολή τής εκδίκασης μιας υπόθεσης 2. (κατ επέκτ.) αίτηση αναβολής ή διακοπής τής δίκης, που γινόταν με ένορκη βεβαίωση ότι συνέτρεχε σοβαρός λόγος 3 …   Dictionary of Greek

  • εξωμοσία — Πανηγυρική πράξη κατά την οποία αποκηρύσσει κανείς με όρκο την προηγούμενη θρησκευτική πίστη του ή τη δογματική του θέση. Η ε. ως θρησκευτική πράξη του χριστιανισμού είναι γνωστή από τον 5o αι. Τότε, η Εκκλησία έκρινε σκόπιμο ότι για να δεχτεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”