ἐπ-ωδυνία

ἐπ-ωδυνία

ἐπ-ωδυνία, , das schmerzliche Gefühl, Alex. Trall.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καρδιωδυνία — η πόνος τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + ωδυνία (< ώδυνος < οδύνη), πρβλ. κολπ ωδυνία, υπερ ωδυνία. Το ω λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • φαλλωδυνία — η, Ν ιατρ. νευραλγία τού πέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + ωδυνία (< ώδυνος < οδύνη), πρβλ. κολπ ωδυνία] …   Dictionary of Greek

  • κοκκυγωδυνία — η ιατρ. πόνος που εντοπίζεται στον κόκκυγα και οφείλεται σε νευραλγία τών οπίσθιων κλάδων τών ιερών νεύρων ή σε βλάβη τού ίδιου τού κόκκυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coccygodynia < coccyg(o) (< κοκκυγ < κόκκυξ) + odynia (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ονειρωδυνία — η εφιάλτης κατά τη διάρκεια τού ύπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < όνειρο + ωδυνία (< ώδυνος < οδύνη)] …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμωδυνία — η οφθαλμαλγία, πονόματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmodynie (< οφθαλμός + ωδυνία < ώδυνος < οδύνη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”