ἐπ-ωνυμία

ἐπ-ωνυμία

ἐπ-ωνυμία, , der Zuname, Beiname, Benennung nach einer Sache, οἳ δῆτ' ὀρϑῶς κατ' ἐπωνυμίαν καὶ πολυνεικεῖς ὤλοντο Aesch. Spt. 829, mit Anspielung auf den Namen Polynices; Suppl. 46, κατὰ τοῠ Λύκου τὴν ἐπωνυμίαν Λύκιοι ἐκλήϑησαν Her. 1, 82, τὸ οὔνομα Ἀμμώνιοι ἀπὸ τοῠδέ σφ ι τὴν ἐπωνυμίην ἐποιήσαντο, benannten ihn nach diesem, 2, 42, auch ἐπὶ τούτου, nach diesem, 1, 10. 94 u. öfter, mit pleonastischem εἶναι, ἱερὸν Ἡρακλέος ἐπωνυμίην ἔχοντος Θασίου εἶναι, der.der Thasische heißt, eigtl. der den Beinamen hat, der Th. zu sein, 2, 44; so auch Plat. ὁ Σιμμίας ἐπωνυμίαν ἔχει σμικρός τε καὶ μέγας εἶναι Phaed. 102 c; ἐπωνυμίαν Ἀλεξάνδρῳ Μαργίτην ἐτίϑε το Aesch. 3, 160; προςείληφε τὴν ἐπωνυμίαν συκο φάντης 2, 99; ἀφ' ἑαυτῶν τὴν ἐπωνυμίαν παρέχεσϑαι, nach sich den Namen geben, Thuc. 1, 3; ἀπὸ τῆς ῥώμης ἐπωνυμίαν λαβεῖν Plat. Phaedr. 238 c; mit dem bloßen gen., τὰ ἄστρα ἔοικε τῆς ἀστραπῆς ἐπωνυμίαν ἔχειν, scheinen nach dem Blitze benannt zu sein, Crat. 409 c; – ἐπωνυμίαν, mit Beinamen, mit Namen, Her. 2, 44 u. A.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζωωνυμία — ζῳωνυμία, ή (Μ) η ονομασία από ζώα, όπως στα ζώδια τού ζωδιακού κύκλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + ωνυμία (< ωνυμος < όνυμα, αιολ. τ. του όνομα με ω λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει», πρβλ. επ ωνυμία, προσ ωνυμία] …   Dictionary of Greek

  • λαχανωνυμία — λαχανωνυμία, ἡ (Μ) ονομασία που δίνεται σε κάποιον από λάχανο («σὺ πλέον ἐπαυχῶν τῇ λαχανωνυμίᾳ» Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + ωνυμία (< ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. πατρ ωνυμία, φερ ωνυμία] …   Dictionary of Greek

  • τοπωνυμία — η, Ν 1. τοπωνύμιο 2. (τοπογρ.) επιστημονικός κλάδος τής τοπογραφίας ο οποίος ασχολείται με τον ακριβή προσδιορισμό τής ονομασίας ενός τόπου, όπως αυτή θα γραφεί τελικά στους χάρτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + ωνυμία (< ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • φωτωνυμία — ἡ, Α εκκλ. το να παίρνει κανείς όνομα από τη θεία χάρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + ωνυμία (< ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. πατρ ωνυμία. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • Metonymy — or Metronomy (  /mɨˈt …   Wikipedia

  • αντωνυμία — Κλιτό μέρος του λόγου, που η κλασική γραμματική (Διονύσιος ο Θραξ) ερμήνευε και όριζε ως τη λέξη που αντικαθιστά ένα όνομα. Στην πραγματικότητα, όμως, o ρόλος της α. είναι ευρύτερος και θα μπορούσε να οριστεί ως η λέξη που δηλώνει, χωρίς να τα… …   Dictionary of Greek

  • μακαριωνυμία — η το να αποκαλείται κάποιος μακάριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακάριος + ωνυμία (< ώνυμα < όνομα). Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. επ ώνυμος, συν ώνυμος)] …   Dictionary of Greek

  • ομοιωνυμία — η (Μ ὁμοιωνυμία) το να έχει κάποιος ή κάτι το ίδιο όνομα με έναν ή με άλλο, ομωνυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + ωνυμία (< ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*)] …   Dictionary of Greek

  • οργανωνυμία — η η απόδοση τής κατάλληλης ονομασίας στα όργανα τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < όργανο + ωνυμία (< ώνυμος < όνομα*). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • ουσιωνυμία — οὐσιωνυμία, ἡ (Α) η ονομασία τής ύπαρξης ενός όντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐσία + ωνυμία μέσω αμάτυρου *ουσιώνυμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”