- ἐπ-ωφελής
ἐπ-ωφελής, ές, hülfreich, nützlich, Schol. Ar. Plut. 88. – Adv., Themist. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ωφελής, ές, hülfreich, nützlich, Schol. Ar. Plut. 88. – Adv., Themist. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωφέλης — Α (κατά τον Ησύχ.) «Ἐφιάλτης» … Dictionary of Greek
ὠφελῇς — ὠφελέω help pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠφελής — ἀφελής , ἀφελής without a stone masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠφέλης — ὠφελέω help imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ὠφελέω help imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠφελῆις — ὠφελῇς , ὠφελέω help pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωφελής — ές (AM κοινωφελής, ές) αυτός που ωφελεί την κοινωνία, αυτός που εξυπηρετεί το κοινωνικό σύνολο («κοινωφελή ιδρύματα»). επίρρ... κοινωφελώς (AM κοινωφελῶς) με τρόπο που ωφελεί την κοινωνία, κατά τρόπο ωφέλιμο στο κοινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός +… … Dictionary of Greek
ιδιωφελής — ές (Α ἰδιωφελής, ές) ο ατομικά ωφέλιμος, αυτός που αποφέρει ατομική και όχι κοινωνική ωφέλεια νεοελλ. αυτός που επιδιώκει προσωπικό όφελος, ο συμφεροντολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + ωφελής (< όφελος, με λειτουργία τού νόμου «τής εκτάσεως εν… … Dictionary of Greek
κατωφελής — κατωφελής, ές (Α) πολύ χρήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ωφελής (< ὀφέλλω «αυξάνω, προκαλώ την ευημερία»), πρβλ. αν ωφελής, επ ωφελής] … Dictionary of Greek
κοσμωφελής — κοσμωφελής, ές (Μ) αυτός που ωφελεί τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + ωφελής (< ὄφελος < ὀφέλλω «ωφελώ»), τ. που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. βροτ ωφελής, ψυχ ωφελής). Το ω λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
οικωφελής — οἰκωφελής, ές (Α) ωφέλιμος για το σπίτι, ιδίως από οικονομική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + ωφελής (< ὄφελος). Το ω οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. δημ ωφελής, ψυχ ωφελής)] … Dictionary of Greek
ωφελώ — ὠφελῶ, έω, ΝΜΑ 1. παρέχω ωφέλεια, κάνω καλό σε κάποιον, βοηθώ, εξυπηρετώ (α. «οι διακοπές τόν ωφέλησαν πολύ» β. «τὰ μηδέν ὠφελοῡντα μὴ πόνει μάτην», Αισχύλ.) 2. μέσ. ωφελούμαι και ὠφελοῡμαι, έομαι έχω ώφελος, έχω συμφέρον, κερδίζω (α. «βγήκε… … Dictionary of Greek