ἐπωφελία

ἐπωφελία

ἐπωφελία, ἡ, = ἐπωφέλεια, Qu. Maec. 7 (VI, 33).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπωφελία — ἐπωφελίᾱ , ἐπωφελία fem nom/voc/acc dual ἐπωφελίᾱ , ἐπωφελία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επωφελία — ἐπωφελία, ἡ (Α) η επωφέλεια …   Dictionary of Greek

  • ἐπωφελίης — ἐπωφελία fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”