ἐπ-ωτίδες

ἐπ-ωτίδες

ἐπ-ωτίδες, αἱ, Hölzer, die zu beiden Seiten des Vordertheils der Kriegsschiffe wie Ohren (ὦτα) abstanden u. beim Angriff sowohl den Stoß der feindlichen Schiffe hinderten, als den der eigenen verstärkten, τὰς ἐπωτίδας ἐπέϑεσαν ταῖς πρώραις παχείας Thuc. 7, 36, vgl. 34; sie dienten auch zur Befestigung der Anker, οἱ δ' ἐπωτίδων ἀγκύραν ἐξανῆ-πτον Eur. I. T 1350; vgl. noch Strab. III, 138; D. Sic. 17, 115; D. Cass. 49, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ωτίδες — οι, Ν ζωολ. βλ. ωτιδίδες …   Dictionary of Greek

  • ὠτίδες — ὠτίς bustard fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωτιδίδες — και δ. γρφ. ωτίδες, οι, Ν ζωολ. οικογένεια γερανόμορφων πτηνών τού Παλαιού Κόσμου, γνωστών με την κοινή ονομασία αγριόγαλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. otididae (< ωτίς, ίδος + κατάλ. ίδες*)] …   Dictionary of Greek

  • Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… …   Dictionary of Greek

  • Φθιώτιδες — Φθῑώτιδες , Φθιῶτις to Phthia fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”