- ἐπ-ωριάζω
ἐπ-ωριάζω (s. ὤρα), besorgt sein, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ωριάζω (s. ὤρα), besorgt sein, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επωριάζω — ἐπωριάζω (Α) μεριμνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *ωριάζω (< ώρα «φροντίδα», πρβλ. ολίγωρος < ολιγωρώ), ρ. που απαντά μόνον εν συνθέσει] … Dictionary of Greek