ἐπ-ωπή

ἐπ-ωπή

ἐπ-ωπή, , ein Ort, wo man weit umherschauen kann, Aesch. Suppl. 534.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὠπή — view fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωπή — ἡ, Α 1. θεώρηση, θέαση 2. όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό («φλύκταιναι... ἀμυδρήεσσαι ἐς ὠπήν», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί με μακρό φωνηεντισμό από το θ. οπ τού ὄπωπα, παρακμ. τού ὁρῶ (βλ. λ. όπωπα)] …   Dictionary of Greek

  • ὠπαί — ὠπή view fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠπήν — ὠπή view fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εσωπή — ἐσωπή, ἡ (Α) όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ες + ωπή «πρόσωπο, όψη» από την εκτεταμένη βαθμίδα ωπ τής ρίζας οπ (όπωπα) πρβλ. εν ωπή, περι ωπή] …   Dictionary of Greek

  • κοιλώπη — η ζωολ. γένος δίπτερων εντομών τής οικογένειας coelopidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coelope < coel (πρβλ. κοῖλος) + ope (πρβλ. ωπη < θ. ωπ τού ὄπ ωπ α, πρβλ. κερκ ώπη, ταυρ ώπη)] …   Dictionary of Greek

  • ὠπ' — ὠπί , ὤψ eye fem dat sg ὠπά̱ , ὠπή view fem nom/voc/acc dual ὠπά̱ , ὠπή view fem nom/voc sg (doric aeolic) ὠπαί , ὠπή view fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠπά — ὠπά̱ , ὠπή view fem nom/voc/acc dual ὠπά̱ , ὠπή view fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επωπή — ἐπωπή, ἡ (Α) τόπος απ’ όπου παρατηρεί κανείς, σκοπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ωπή «πρόσωπο, θέα», τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα (ωπ ) τής ρίζας οπ (πρβλ. όπωπα)] …   Dictionary of Greek

  • περιωπή — η, ΝΜΑ ψηλό μέρος με ανοιχτή θέα νεοελλ. 1. εξέχουσα θέση 2. φρ. α) «άνθρωπος [επιστήμονας, ειδικός κ.λπ.] περιωπής» ή «υψηλής περιωπής» άνθρωπος [επιστήμονας, ειδικός κ.λπ.] μεγάλης αξίας, μεγάλου κύρους ή υψηλής καταγωγής 3. «από περιωπής» i)… …   Dictionary of Greek

  • ωπάζομαι — Α [ὠπή] (αποθ.) κοιτάζω επίμονα, ατενίζω κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”